- οχνίδες
- (Ochnaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των παριετωδών, που αριθμεί θάμνους και δέντρα, με φύλλα επαλλάσσοντα, δερματώδη. Τα άνθη του είναι αρρενοθήλεα, με 4-5 σέπαλα κα σπάνια 10 και έχει 5 πέταλα, σπάνια 3 ή 4, και ακόμα σπανιότερα 10. Οι στήμονες είναι ισάριθμοι ή τριπλάσιοι από τα πέταλα. Έχει ωοθήκη πολυκαρπική, με 4-5 καρπόφυλλα, 4-5 χώρους, με ένα ή πολλούς σπερματοβλάστες. Ο καρπός είναι κάψα. Οι Ο. αριθμούν περίπου 100 είδη, που ζουν σε τροπικά εδάφη και ανήκουν σε 17 γένη, από τα οποία τα 3, κεσπεδεσία, ουρατέα και όχνα, καλλιεργούνται για τον εδώδιμο καρπό τους . Άλλα γένη είναι η ελβασία, η λόφιρα, είδη ιθαγενή της τροπικής Αμερικής, η λοοζεμβεργία με 12 είδη, της Βραζιλίας, η ευθεμίδα, με 4 είδη που ευδοκιμούν στην Ινδομαλαισία και η σωβαλεσία, με 18 είδη.
Dictionary of Greek. 2013.